- ταυτολογῶ
- ταυτολογέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)ταυτολογέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτολογώ — ταὐτολογῶ, έω, ΝΜΑ [ταὐτολόγος] επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα είτε με τις ίδιες είτε με παρεμφερείς λέξεις ή εκφράσεις … Dictionary of Greek
ταυτολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταυτολογώ — ταυτολόγησα αμτβ., επαναλαμβάνω τα ίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
ταυτοεπώ — έω, Α [ταὐτοεπής] ταυτολογώ … Dictionary of Greek
ταυτολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [ταὐτολογῶ] ταυτολογία … Dictionary of Greek